HAYMAKER - ορισμός. Τι είναι το HAYMAKER
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι HAYMAKER - ορισμός

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Haymaker (disambiguation)

haymaker         
n. (colloq.)
punch
to throw a haymaker
Haymaker         
·noun One who cuts and cures hay.
II. Haymaker ·noun A machine for curing hay in rainy weather.
haymaker         
¦ noun
1. a person who is involved in making hay.
2. an apparatus for shaking and drying hay.
3. informal a forceful blow.
Derivatives
haymaking noun

Βικιπαίδεια

Haymaker
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για HAYMAKER
1. Willem Haymaker, 17, was beaten unconscious during an unprovoked assault by 15 youths in a park.
2. A round earlier, Holyfield slipped as he threw a wild haymaker, with the referee ruling no knockdown.
3. A few kicks to the midsection and another haymaker, and the foe is flat on his back in a cloud of dust.
4. Rex bellowed back: "How dare you, you ××××ing Italian!" On the second occasion, a waiter lost it completely and swung a haymaker at the actor, who fell to the floor, blood gushing.
5. A police spokesman said of the song: ‘Mr Haymaker has spoken to us about it and, after viewing the transcript, we‘re not recording it as a criminal matter but have contacted the Crown Prosecution Service for advice.‘ A Bebo spokesman said: ‘Bebo has removed this content from its site.