HONORER - ορισμός. Τι είναι το HONORER
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι HONORER - ορισμός


Honorer      
·noun One who honors.
honor         
  • Wall of Honour, [[Royal Military College of Canada]]
ABSTRACT CONCEPT ENTAILING A PERCEIVED QUALITY OF WORTHINESS AND RESPECTABILITY
Honor; Honours; Changes in Honour; Hono(u)r; Dishonour; Culture of honor; Dishonor; Honour culture; Honor culture; Culture of law; Honoring
I. n.
1.
Veneration, reverence, respect, homage, deference, civility.
2.
Dignity, distinction, elevation, high rank, distinguished position.
3.
Dignity of mien, noble bearing, majesty, majestic appearance, exalted looks.
4.
Reputation, repute, fame, consideration, esteem, credit, glory, good name.
5.
Integrity, probity, honesty, magnanimity, high-mindedness, nobleness of mind, manly virtue.
6.
Virtue, chastity, purity, womanly honor.
7.
Nice sense of right or justice, high feeling of obligation, sense of honor.
8.
Ornament, boast, glory, pride, credit.
II. v. a.
1.
Dignify, exalt, glorify, raise to distinction.
2.
Reverence, revere, venerate, respect, pay respect to, pay deference to, render honor to.
3.
Reverence, adore, revere, worship, hallow the name of, do the will of.
4.
Commemorate, celebrate, observe, keep.
5.
(Com.) Accept and pay (a draft).
honored      
adj. AE; BE spelling: honoured
1) honored to + inf. (he was honored to be invited)
2) honored that + clause (I am honored that you have decided to offer me the position)