VINIC - ορισμός. Τι είναι το VINIC
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι VINIC - ορισμός


Vinic         
·adj Of or pertaining to wine; as, vinic alcohol.
vine         
  • [[Momordica charantia]] (bitter melon), a climbing plant
  • [[German ivy]] creeping on ground
  • access-date=16 January 2018}}</ref>
  • [[Oceanblue morning glory]]
  • [[Bower vine]]'s showy flowers
  • Canary Creeper]] trailing on a trellis.
  • Climbing groundsel]].
  • [[Convolvulus]] vine twining around a steel [[fixed ladder]]
  • A [[tendril]]
  • Spring growth of [[Virginia Creeper]]
¦ noun
1. a climbing or trailing woody-stemmed plant related to the grapevine. [Vitis and other genera.]
used in names of climbing or trailing plants of other families, e.g. Russian vine.
2. the slender stem of a trailing or climbing plant.
Derivatives
viny adjective
Origin
ME: from OFr., from L. vinea 'vineyard, vine', from vinum 'wine'.
vine         
  • [[Momordica charantia]] (bitter melon), a climbing plant
  • [[German ivy]] creeping on ground
  • access-date=16 January 2018}}</ref>
  • [[Oceanblue morning glory]]
  • [[Bower vine]]'s showy flowers
  • Canary Creeper]] trailing on a trellis.
  • Climbing groundsel]].
  • [[Convolvulus]] vine twining around a steel [[fixed ladder]]
  • A [[tendril]]
  • Spring growth of [[Virginia Creeper]]
(vines)
A vine is a plant that grows up or over things, especially one which produces grapes.
= grapevine
N-VAR

Βικιπαίδεια

Vinic