augment - ορισμός. Τι είναι το augment
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι augment - ορισμός

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Augments; Augmented; Augmentation; Augment (disambiguation); Augment (linguistics)

Augment         
·vt To add an augment to.
II. Augment ·noun Enlargement by addition; increase.
III. Augment ·noun A vowel prefixed, or a lengthening of the initial vowel, to mark past time, as in ·Gr. and ·Skr. verbs.
IV. Augment ·vi To Increase; to grow larger, stronger, or more intense; as, a stream augments by rain.
V. Augment ·vt To enlarge or increase in size, amount, or degree; to Swell; to make bigger; as, to augment an army by reeforcements; rain augments a stream; impatience augments an Evil.
augment         
[?:g'm?nt]
¦ verb
1. make greater by addition; increase.
2. [as adjective augmented] Music denoting an interval which is one semitone greater than the corresponding major or perfect interval.
Derivatives
augmenter noun
Origin
ME: from OFr. augmenter (v.), augment (n.), or late L. augmentare, from L. augere 'to increase'.
augment         
(augments, augmenting, augmented)
To augment something means to make it larger, stronger, or more effective by adding something to it. (FORMAL)
While searching for a way to augment the family income, she began making dolls.
= supplement
VERB: V n
augmentation
The augmentation of the army began along traditional lines.
N-UNCOUNT: oft N of n

Βικιπαίδεια

Augment

Augment or augmentation may refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για augment
1. The additional peacekeepers were to augment the 2,000–strong U.N.
2. Again, it will hardly augment the sum of human knowledge.
3. Flat, unobtrusive solar tiles cover the roof and augment power.
4. Secondly, it will significantly augment our productive capacity.
5. Bush‘s declaration orders federal aid to augment state and local recovery efforts.