dismay$21993$ - ορισμός. Τι είναι το dismay$21993$
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι dismay$21993$ - ορισμός


dismay         
2016 FILM BY JOEL LAMANGAN
Dismay
I. v. a.
Terrify, frighten, appall, affright, scare, alarm, intimidate, paralyze with fear, daunt.
II. n.
Terror, fright, affright, fear, alarm, horror, consternation.
dismay         
2016 FILM BY JOEL LAMANGAN
Dismay
I
n.
1) to express; feel dismay
2) dismay at, with
3) to smb.'s dismay (to my dismay, he was absent again)
II
v. (formal) (R) it dismayed me to learn of her actions; it dismayed us that the project had been canceled
dismay         
2016 FILM BY JOEL LAMANGAN
Dismay
(dismays, dismaying, dismayed)
1.
Dismay is a strong feeling of fear, worry, or sadness that is caused by something unpleasant and unexpected. (FORMAL)
Local councillors have reacted with dismay and indignation...
N-UNCOUNT: oft to N with poss
2.
If you are dismayed by something, it makes you feel afraid, worried, or sad. (FORMAL)
The committee was dismayed by what it had been told...
The thought that she was crying dismayed him.
VERB: be V-ed, V n
dismayed
He was dismayed at the cynicism of the youngsters...
ADJ: usu v-link ADJ, oft ADJ at n, ADJ to-inf/that