dispense$22047$ - ορισμός. Τι είναι το dispense$22047$
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι dispense$22047$ - ορισμός

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Dispensor; Dispenser (disambiguation); Dispense; Dispensers; Dispensors; Dispense (disambiguation)

dispense         
v.
1) (B) to dispense charity to the needy; to dispense equal justice to all
2) (d; intr.) to dispense with (to dispense with the formalities)
dispense         
[d?'sp?ns]
¦ verb
1. distribute to a number of people.
(of a machine or container) supply or release (a product or cash).
(of a chemist) supply (medicine) according to a prescription.
2. (dispense with) get rid of or manage without.
3. exempt (someone) from a religious obligation.
Derivatives
dispenser noun
Origin
ME: via OFr. from L. dispensare 'continue to weigh out or disburse', from dispendere, based on pendere 'weigh'.
Dispense         
·vi To give dispensation.
II. Dispense ·vt Dispensation; exemption.
III. Dispense ·noun Expense; profusion; outlay.
IV. Dispense ·vt To pay for; to atone for.
V. Dispense ·vi To Compensate; to make up; to make amends.
VI. Dispense ·vt To Exempt; to Excuse; to Absolve;
- with from.
VII. Dispense ·vt To apply, as laws to particular cases; to Administer; to Execute; to Manage; to Direct.
VIII. Dispense ·vt To deal out in portions; to Distribute; to Give; as, the steward dispenses provisions according directions; Nature dispenses her bounties; to dispense medicines.

Βικιπαίδεια

Dispenser

The term dispenser typically imply a machine or container which is designed to release a specific amount of its content, usually liquids or powders/fine granular materials.

In common usage, a dispenser may also refer to: