douse$22813$ - ορισμός. Τι είναι το douse$22813$
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι douse$22813$ - ορισμός

PRACTICE OF MAKING SOMETHING OR SOMEONE WET BY THROWING LIQUID OVER THEM
Douse; Douses; Doused; Douser; Dousers
  • Dousing after banya. Russia

William Douse         
CANADIAN POLITICIAN
Douse, William
William Douse (May 19, 1800 – February 5, 1864) was a land agent, landowner and political figure in Prince Edward Island. He represented Queens County from 1835 to 1839, then 3rd Queens from 1843 to 1847 and from 1850 to 1859 and then 4th Queens from 1859 to 1862 in the Legislative Assembly of Prince Edward Island.
John Langley (bishop)         
BISHOP OF BENDIGO, AUSTRALIA
John Douse Langley
John Douse Langley (17 May 1836 – 8 November 1930) was the second Bishop of Bendigo from 1907 to 1920."The Clergy List" London, John Phillips, 1913
douse         
also dowse (douses, dousing, doused)
1.
If you douse a fire, you stop it burning by pouring a lot of water over it.
The pumps were started and the crew began to douse the fire with water.
VERB: V n
2.
If you douse someone or something with a liquid, you throw a lot of that liquid over them.
They hurled abuse at their victim as they doused him with petrol.
VERB: V n with/in n

Βικιπαίδεια

Dousing

Dousing is the practice of making something or someone wet by throwing liquid over them, e.g., by pouring water, generally cold, over oneself. A related practice is ice swimming. Some consider cold water dousing to be a form of asceticism.