oblate - ορισμός. Τι είναι το oblate
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι oblate - ορισμός


Oblate         
·adj One of the Oblati.
II. Oblate ·adj Flattened or depressed at the poles; as, the earth is an oblate spheroid.
III. Oblate ·adj Offered up; devoted; consecrated; dedicated;
- used chiefly or only in the titles of Roman Catholic orders. ·see Oblate, ·noun.
IV. Oblate ·adj One of an association of priests or religious women who have offered themselves to the service of the church. There are three such associations of priests, and one of women, called oblates.
oblate         
oblate1 ['?ble?t]
¦ noun a person dedicated to a religious life, but typically not having taken full monastic vows.
Origin
C17: from Fr., from med. L. oblatus, past participle of L. offerre 'to offer'.
--------
oblate2 ['?ble?t]
¦ adjective Geometry (of a spheroid) flattened at the poles. Often contrasted with prolate.
Origin
C18: from mod. L. oblatus, from ob- 'inversely' + -latus 'carried'.
Oblate         
In Christianity (especially in the Roman Catholic, Orthodox, Anglican and Methodist traditions), an oblate is a person who is specifically dedicated to God or to God's service.

Βικιπαίδεια

Oblate
In Christianity (especially in the Roman Catholic, Orthodox, Anglican and Methodist traditions), an oblate is a person who is specifically dedicated to God or to God's service.