pushing - ορισμός. Τι είναι το pushing
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι pushing - ορισμός

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Pushed; Pushing; PUSH; Push (album); Push (movie); Push (comics); Push (film); Push comics; Push comic; Push comic book; Push (song); Push(Song); Push (disambiguation); Push (TV series)

Pushing         
·p.pr. & ·vb.n. of Push.
II. Pushing ·adj Pressing forward in business; enterprising; driving; energetic; also, forward; officious, intrusive.
pushing         
If you say that someone is pushing a particular age, you mean that they are nearly that age. (INFORMAL)
Pushing 40, he was an ageing rock star.
= almost, going on
PREP
Pushing Tin         
1999 FILM BY MIKE NEWELL
Pushing tin
Drinking a lot of beer.
He went out and got a case of beer last night and pushed tin all night by himself.

Βικιπαίδεια

Push
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για pushing
1. And while Locke was pushing buttons to save the world, Henry was busy pushing Locke‘s buttons.
2. So we just keep pushing and pushing, and –– and see where it leads us.
3. There were also pilgrims who insisted on pushing and there were other pilgrims either pushing or jumping over barriers.
4. As the patent on a drug runs out, drug companies stop pushing them aggressively – and start pushing the new version.
5. Edwards has been pushing Congress _ including Sens.