ηλεκτρικό ρεύμα - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ηλεκτρικό ρεύμα - translation to Αγγλικά


ηλεκτρικό ρεύμα         
electric current
electric current         
  • symbol]] for a battery in a [[circuit diagram]].
  • Alternating electric current flows through the solenoid, producing a changing magnetic field. This field causes an electric current to flow in the wire loop by [[electromagnetic induction]].
  • Magnetic field is produced by an electric current in a [[solenoid]].
  • A [[proton conductor]] in a static [[electric field]].
FLOW OF ELECTRIC CHARGE (FOR SPECIFIC QUANTITIES SEE Q29996 OR Q234072)
Amperage; Electrical current; Conventional current; Electric Current; Electrical Current; Electric polarity; Electrical Polarity; Current (electric); Electric currents; Electric conduction; Electrical conduction in gases; Current (electricity); Electron current; AC/DC (electrical); Electrical polarity; Ion flow; Current electricity; Current (electrical); Dynamic electricity; Conduction current; Conventional current flow; AC/DC (electricity); Electric current intensity; DC polarity; Reverse polarity; + pole; Plus pole; Minus pole; − pole; - pole; Electron flow; Positive (electrical polarity); Negative (electrical polarity); Electric current measurement
ηλεκτρικό ρεύμα

Βικιπαίδεια

Ηλεκτρικό ρεύμα
Το ηλεκτρικό ρεύμα είναι η προσανατολισμένη κίνηση ηλεκτρικών φορτίων ή φορέων ηλεκτρικού φορτίου, κατά μήκος ενός ηλεκτροφόρου αγωγού. Ένα παρεμφερές φαινόμενο είναι το ρεύμα μετατόπισης, ποσότητα που σχετίζεται με την αλλαγή του ηλεκτρικού πεδίου. Μετριέται σε μονάδες μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος και αντιστοιχεί σε αυτό ένα μεταβαλλόμενο μαγνητικό πεδίο.