crown$17821$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

crown$17821$ - translation to ελληνικό

AMERICAN OIL COMPANY
Crown gas; Crown fuels; Crown fuel; Crown central; Crown petroleum; Crown central LLC; Crown Central LLC; Crown central llc; Crown llc; Crown central petroleum; Crown Petroleum

crown      
n. διάδημα, κορυφή, κορώνα νόμισμα, στεφάνι, στέμμα
crown prince         
  • Japanese Imperial Throne]] – ''New York Times,'' 1916.
HEIR TO THE THRONE
Crown princess; Crown Princess; Prince de Venise; Prinz von Preussen; Naba Yuvaraj; Yuvarajadhiraj; Nava Yuvaraj; Walet; Crown-prince; Crown princess of Sweden; Arvfurstinna; Arvfurste; Kronprinz; Crown Prince; Hereditary prince; Hereditary princess; Hereditary Prince; Hereditary Princess
διάδοχος, διάδοχος θρόνου
crown witness         
LEGAL TERM FOR ONE WHO TESTIFIES AS A WITNESS FOR THE STATE
King's Evidence; State's evidence; King's evidence; Queen's evidence; Turn states' evidence; Queen's Evidence; Approver; Turned state's evidence; Crown witness; Turning state's evidence; Cooperating witness; Crown-witness
μάρτυρας κατηγορίας

Ορισμός

crown cork
(also crown cap)
¦ noun a metal bottle cap with a crimped edge.

Βικιπαίδεια

Crown Central Petroleum

Crown Central Petroleum, commonly known as Crown, is an American oil company that has flourished in Baltimore since the early 20th century until its recent decline due to rebranding.