disbar$21671$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

disbar$21671$ - translation to ελληνικό

REMOVAL OF A LAWYER FROM A BAR ASSOCIATION OR THE PRACTICE OF LAW
Disbar; Disbarred

disbar      
v. στερώ του δικαιώματος της δικηγορίας

Ορισμός

disbar
¦ verb (disbars, disbarring, disbarred)
1. expel (a barrister) from the Bar.
2. exclude from something.
Derivatives
disbarment noun

Βικιπαίδεια

Disbarment

Disbarment, also known as striking off, is the removal of a lawyer from a bar association or the practice of law, thus revoking their law license or admission to practice law. Disbarment is usually a punishment for unethical or criminal conduct but may also be imposed for incompetence or incapacity. Procedures vary depending on the law society; temporary disbarment may be referred to as suspension.