disjunctive$21977$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

disjunctive$21977$ - translation to ελληνικό

STRESSED FORM OF A PERSONAL PRONOUN RESERVED FOR USE IN ISOLATION OR IN CERTAIN SYNTACTIC CONTEXTS
Disjunctive case

disjunctive      
adj. διαζευκτικός

Ορισμός

Disjunctive Normal Form
(DNF) A logical formula consisting of a disjunction of conjunctions where no conjunction contains a disjunction. E.g. the DNF of (A or B) and C is (A and C) or (B and C). (1994-12-07)

Βικιπαίδεια

Disjunctive pronoun

A disjunctive pronoun is a stressed form of a personal pronoun reserved for use in isolation or in certain syntactic contexts.