divalent$22330$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

divalent$22330$ - translation to ελληνικό

ORGANIC MOLECULE CONTAINING A NEUTRAL CARBON WITH TWO UNBOUND VALENCE ELECTRONS
Carbenes; Divalent carbon; Dicovalent carbon
  • Methylene]] is the simplest carbene.

divalent      
adj. δισθενής

Ορισμός

divalent
[d??'ve?l(?)nt]
¦ adjective Chemistry having a valency of two.

Βικιπαίδεια

Carbene

In organic chemistry, a carbene is a molecule containing a neutral carbon atom with a valence of two and two unshared valence electrons. The general formula is R−:C−R' or R=C: where the R represents substituents or hydrogen atoms.

The term "carbene" may also refer to the specific compound :CH2, also called methylene, the parent hydride from which all other carbene compounds are formally derived. Carbenes are classified as either singlets or triplets, depending upon their electronic structure. Most carbenes are very short lived, although persistent carbenes are known. One well-studied carbene is dichlorocarbene Cl2C:, which can be generated in situ from chloroform and a strong base.