dogmatist$22534$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

dogmatist$22534$ - translation to ελληνικό

PRINCIPLE LAID DOWN AS INCONVERTIBLY TRUE IN AN IDEOLOGY OR BELIEF SYSTEM
Dogmatism; Dogmatic; Dogmas; Dogmatists; Dogmaticism; Christian dogma; Dogmatist; Dogmata; Religious dogma

dogmatist      
n. δογματιστής

Ορισμός

dogma
n.
Doctrine, tenet, opinion, principle, article of faith.

Βικιπαίδεια

Dogma

Dogma in the broad sense is any belief held unquestioningly and with undefended certainty. It may be in the form of an official system of principles or doctrines of a religion, such as Roman Catholicism, Judaism, or Protestantism, as well as the positions of a philosopher or of a philosophical school such as Stoicism. It may also be found in political belief systems, such as communism, progressivism, liberalism, and conservatism.

In the pejorative sense, dogma refers to enforced decisions, such as those of aggressive political interests or authorities. More generally, it is applied to some strong belief which its adherents are not willing to discuss rationally. This attitude is named as a dogmatic one, or as dogmatism, and is often used to refer to matters related to religion, but is not limited to theistic attitudes alone and is often used with respect to political or philosophical dogmas.