doughy$22804$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

doughy$22804$ - translation to ελληνικό

PASTE USED IN COOKING
Aiysh; Doughy; Raw bread; Flour dough; Bread dough
  • A [[laminated dough]] prepared to make a flaky South Asian [[flatbread]] known as [[paratha]]
  • A statue of a servant [[kneading]] dough, from Egypt, Old Kingdom, 5th Dynasty, c. 2494–2345 BCE

doughy      
adj. ζυμαρώδης

Ορισμός

dough
n.
1) to knead, mix, roll, work dough
2) flaky; firm; stiff dough
3) dough rises

Βικιπαίδεια

Dough

Dough is a thick, malleable, sometimes elastic paste made from grains or from leguminous or chestnut crops. Dough is typically made by mixing flour with a small amount of water or other liquid and sometimes includes yeast or other leavening agents, as well as ingredients such as fats or flavorings.

Making and shaping dough begins the preparation of a wide variety of foodstuffs, particularly breads and bread-based items, but also including biscuits, cakes, cookies, dumplings, flatbreads, noodles, pasta, pastry, pizza, piecrusts, and similar items. Dough can be made from a wide variety of flour, commonly wheat and rye but also maize, rice, legumes, almonds, and other cereals or crops.