drove$23124$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

drove$23124$ - translation to ελληνικό

TOOL FOR SMOOTHING OFF ROUGHLY FINISHED STONES.
Drove Chisel
  • Drove chisel circa 1919

drove      
n. αγέλη

Ορισμός

droves
If you say that people are going somewhere or doing something in droves, you are emphasizing that there is a very large number of them.
Scientists are leaving the country in droves...
N-PLURAL: usu in N, in poss N, N of n [emphasis]

Βικιπαίδεια

Drove chisel

A drove chisel is a tool used by stonemasons for smoothing off roughly finished stones. When first cut from the quarry, stones are frequently have large grooves, droves, left from the splitting process. The droving chisel is used for the next stage, making the surface of the stone flat enough to use. The drove chisel is used for softer rocks such as limestone and marble, while harder rock such as granite requires a point-toothed chisel.