ecclesiastic$551865$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ecclesiastic$551865$ - translation to ελληνικό

Ecclesiastic

ecclesiastic      
εκκλησιαστικός
Canon law         
  • Image of pages from the ''Decretum'' of [[Burchard of Worms]], an 11th-century book of canon law.
ORDINANCES AND REGULATIONS MADE BY CHURCH LEADERSHIP FOR THE GOVERNMENT OF A CHRISTIAN ORGANIZATION OR CHURCH AND ITS MEMBERS
Canon Law; Ecclesiastical law; Canon lawyer; Lex (canon law); Law of the Church; Canonical law; Church law; Ecclesiastical lawyer; Canonist; Canon lawyers; Canonists; Law, Canon; Jus canonicum; Law (Christianity); Church canons; Canonical Law; Ecclesiastical lawyers; Ius canonicum; Ecclesiastical Law; Canonical lawyer; Ecclesiastic law; Bachelor of Canon Law; Bachelor of Canon Laws; Christian law; Canon (law); Clerical lawyer
εκκλησιαστικό δίκαιο, κανονικό δίκαιο

Ορισμός

ecclesiastical
¦ adjective relating to the Christian Church or its clergy.
Derivatives
ecclesiastically adverb
Origin
ME: from Fr. ecclesiastique, or via late L. from Gk ekklesiastikos, from ekklesiastes 'member of an assembly', from ekklesia 'assembly, church'.

Βικιπαίδεια

Ecclesiastical