evacuee$26270$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

evacuee$26270$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Evacuate; Evacuated; Evacuee; Evacuation (disambiguation); Evacuations

evacuee      
n. μετακινούμενος από επικίνδυνη θέση, εκκενούμενος από επικίνδυνη θέση

Ορισμός

evacuation
n.
1) to carry out an evacuation
2) a mass evacuation
3) an evacuation from; to

Βικιπαίδεια

Evacuation

Evacuation or Evacuate may refer to:

  • Casualty evacuation (CASEVAC), patient evacuation in combat situations
  • Casualty movement, the procedure for moving a casualty from its initial location to an ambulance
  • Emergency evacuation, removal of persons from a dangerous place due to a disaster or impending war
  • Medical evacuation (MEDEVAC), evacuating a patient by plane or helicopter or even train