garnishee$30941$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

garnishee$30941$ - translation to ελληνικό

AMERICAN LEGAL PROCESS FOR COLLECTING A MONETARY JUDGMENT DIRECTLY FROM A DEBTOR'S WAGES OR ASSETS
Garnishee order; Garnishee Order; Wage garnishment; Garnishee; Wage assignment; Garnish (debt); Wage garnishing; Wage execution; Wage garnishments; Garnishments

garnishee      
v. κατάσχω

Ορισμός

garnishment
n. the entire process of petitioning for and getting a court order directing a person or entity (garnishee) to hold funds they owe to someone who allegedly is in debt to another person, often after a judgment has been rendered. Usually the actual amounts owed have not been figured out or are to be paid by installments directly or through the sheriff. See also: garnish garnishee

Βικιπαίδεια

Garnishment

Garnishment is a legal process for collecting a monetary judgment on behalf of a plaintiff from a defendant. Garnishment allows the plaintiff (the "garnishor") to take the money or property of the debtor from the person or institution that holds that property (the "garnishee"). A similar legal mechanism called execution allows the seizure of money or property held directly by the debtor.

Some jurisdictions may allow for garnishment by a tax agency without the need to first obtain a judgment or other court order.