groping$96164$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

groping$96164$ - translation to ελληνικό


groping      
n. ψαχούλεμα

Ορισμός

grope
(gropes, groping, groped)
1.
If you grope for something that you cannot see, you try to find it by moving your hands around in order to feel it.
With his left hand he groped for the knob, turned it, and pulled the door open...
Bunbury groped in his breast pocket for his wallet.
= fumble
VERB: V for n, V adv/prep
2.
If you grope your way to a place, you move there, holding your hands in front of you and feeling the way because you cannot see anything.
I didn't turn on the light, but groped my way across the room.
= feel
VERB: V way prep/adv
3.
If you grope for something, for example the solution to a problem, you try to think of it, when you have no real idea what it could be.
She groped for a simple word to express a simple idea.
VERB: V for n, also V towards n
groping (gropings)
They continue their groping towards a constitutional settlement.
N-VAR
4.
If one person gropes another, they touch or take hold of them in a rough, sexual way. (INFORMAL)
He would try to grope her breasts and put his hand up her skirt.
VERB: V n [disapproval]
Grope is also a noun.
She even boasted of having a grope in a cupboard with a 13-year-old.
N-COUNT