hen$34691$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

hen$34691$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Hens; HEN; Hen (disambiguation); The Hen; Draft:Hen

hen      
n. όρνις, κότα, όρνιθα
turkey hen         
  • Plate 1 of ''[[The Birds of America]]'' by [[John James Audubon]], depicting a wild turkey
  • Anatomical structures on the head and throat of a domestic turkey. 1. caruncles, 2. snood, 3. wattle (dewlap), 4. major caruncle, 5. beard
  • url-status=live }}</ref>
  •  Egg of wild turkey (''Meleagris gallopavo'')
  • A male [[ocellated turkey]] (''Meleagris ocellata'') with a blue head
  • 175px
  • 175px
  • sparkling apple cider]] and vegetables
  • 175px
  • 175px
GENUS OF LARGE GROUND-FEEDING BIRDS NATIVE TO THE AMERICAS
Turkey (Bird); Meleagris; Turkey cock; Turkeys; Turkey bird; Turkey (zoology); Species of turkeys; Turkeybird; Turkey (animal); Turkey-hen; Turkeyhen; Turkey hen; Turkeyhens; Turkey-hens; Turkey hens; Turkey animal; Turkey fowl; Snood (anatomy); 🦃; Turkies; Turkey species; Turkey Bird; Türkiye (bird)
γαλοπούλα
guinea fowl         
  • 175px
  • 60px
  • 175px
  • 60px
  • Feather of a guineafowl
  • 175px
  • A flock of guineafowl free-roaming on a ranch in Texas (U.S.)
  • 60px
  • 60px
  • 175px
FAMILY OF BIRDS
Numididae; Guinea fowl; Guinea hen; Guineahen; Guinea Fowl; Melagridae; Umdukwe; Guinea-fowl; Guinea fowls; List of guineafowl; Guinea (bird)
φραγκόκοτα, είδος φασιανού

Ορισμός

Hen
·noun The female of the domestic fowl; also, the female of grouse, pheasants, or any kind of birds; as, the heath hen; the gray hen.

Βικιπαίδεια

Hen

Hen commonly refers to a female animal: a female chicken, other gallinaceous bird, any type of bird in general, or a lobster. It is also a slang term for a woman.

Hen or Hens may also refer to: