hound$36049$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

hound$36049$ - translation to ελληνικό

DOG TYPE
Hound Group; Hound dog (animal); Hound group
  • A [[beagle]] is a small breed of hound.

hound      
n. κυνηγόσκυλο, κυνηγετικός σκύλος
wolf hound         
  • ''Death struggle'' (1875), [[Henry Hope Crealock]]
  • ''Wolf hunt'' by [[Jean-Baptiste Oudry]], portraying a wolf attacked by [[sighthound]]s and [[mastiff]]s
METHOD OF WOLF HUNTING
Wolf hound; Wolfhounds
λυκόσκυλο
deer hound         
  • Scottish Deerhound running
  • Maida]], was included in his statue in [[Perth, Scotland]]
  • Scottish Deerhound
  • Scottish Deerhound circa 1910
DOG BREED
Deerhound, Scottish; Deerhound; Scottish deerhound; Deer hound; Scotch deerhounds; Deerhounds
κυνηγετικός σκύλος

Ορισμός

hound
¦ noun
1. a dog of a breed used for hunting, especially one able to track by scent.
2. a person eagerly seeking something: a publicity hound.
3. used in names of dogfishes, e.g. nurse hound.
¦ verb harass or pursue relentlessly.
Origin
OE hund, of Gmc origin.

Βικιπαίδεια

Hound

A hound is a type of hunting dog used by hunters to track or chase prey.