ill use - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ill use - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Ill (river); Ill river; Ill River; Ill (disambiguation)

ill use      
κακομεταχειρίζομαι
use of force         
FORCE NEEDED TO COMPEL COMPLIANCE
Use of force in law enforcement; Use of Force; Use of force doctrines; Police use of force; Nelson v. City of Davis; Use of force by police
χειροδικία
expiry date         
  • tag]] sealing a bag of [[hot dog bun]]s displays a ''best before'' date of February 29.
  • UK]] displays a use by date of 26 December pressed into the foil to indicate that the food may spoil and be unsafe after that date.
PREVIOUSLY DETERMINED DATE AFTER WHICH SOMETHING SHOULD NO LONGER BE USED
Best before; Sell by date; Expiry date; Freshness date; Use by; Use by date; Expiry; Sell-by date; Best before date; Best by; Expiry Date; Sell by; Draft:Expiration date; Product expiration
ημερομηνία λήξης

Ορισμός

louping ill
['la?p???l]
¦ noun a tick-borne viral disease of animals, especially sheep, causing staggering and jumping.
Origin
ME: from loup (dialect var of leap) + the noun ill.

Βικιπαίδεια

Ill

Ill or ill may refer to:

  • Ill (France), a river in Alsace, France, tributary of the Rhine
  • Ill (Vorarlberg), a river in Voralberg, Austria, tributary of the Rhine
  • Ill (Saarland), a river of Saarland, Germany, tributary of the Theel
  • Illinois (traditionally abbreviated: Ill.), a state in the midwestern region of the United States
  • Institut Laue–Langevin, a research centre in Grenoble, France
  • Illness, a generally-used synonym for disease
  • Koji Nakamura (recording under the name iLL), a Japanese musician
  • Tommy Ill, Wellington in New Zealand based rapper
  • Interlibrary loan
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ill use
1. Another jury pleaded for mercy for one coerced woman on account of her husbands ill use.