illicit dealer in antiquitie - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

illicit dealer in antiquitie - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Illicit (disambiguation)

illicit dealer in antiquitie      
αρχαιοκάπηλος
αρχαιοκάπηλος      
illicit dealer in antiquitie
mother in law         
PARENT OF ONE'S SPOUSE
Mother-in-Law; Mother in law; Father-in-Law; Father in law; Mother in Law; Parents-in-law; Parents in law; Law parents; Law-parents; Parent in law; Law-parent; Law parent; Mother-in-law; Father-in-law
πεθερά

Ορισμός

illicit
An illicit activity or substance is not allowed by law or the social customs of a country.
Dante clearly condemns illicit love.
ADJ: usu ADJ n

Βικιπαίδεια

Illicit

Illicit may refer to:

  • Illicit antiquities
  • Illicit cigarette trade
  • Illicit drug trade
    • Illicit drug use
    • Illicit Drug Anti-Proliferation Act
  • Illicit financial flows
  • Illicit major
  • Illicit minor
  • Illicit trade
  • Illicit work
  • Illicit Streetwear clothing company
  • Illicit (Dance music group)
  • Illicit (film), a 1931 film starring Barbara Stanwyck
  • Illicit (album), a 1992 album by Tribal Tech