long lived - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

long lived - translation to ελληνικό

PARTICLE WITH NO ELECTRIC CHARGE
Long-lived particle

long lived      
μακροξυκερδής, μακρόβιος
μακροξυκερδής      
long lived
μακρόβιος         
long lived

Βικιπαίδεια

Neutral particle

In physics, a neutral particle is a particle with no electric charge, such as a neutron.

The term neutral particles should not be confused with truly neutral particles, the subclass of neutral particles that are also identical to their own antiparticles.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για long lived
1. Long–lived veterans are common among America‘s warriors.
2. "Plants grew slowly and you evolved long–lived trees.
3. But we know that they‘re short–lived and the Grand Canyon deserves long–lived benefits, long–lived restoration." Scientists will collect data on the flood‘s effects through the fall.
4. Further strides tended to happen mostly in places where people were already healthy and long–lived.
5. It was a photo opportunity he long lived to regret and excuse away.