loud$45478$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

loud$45478$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Loud (song); Loud (disambiguation); Loud (album)

loud      
adj. στεντόρειος, μεγαλόφωνος, τρανταχτός
speaking trumpet         
  • Page from the [[Codex canadensis]], by [[Louis Nicolas]], circa 1675 to 1682, showing a native North-American chief using a megaphone made of bark
  • Silent film director [[D. W. Griffith]] using megaphone in 1922
  • Drawing by [[Athanasius Kircher]], 1684, shows man ''(left)'' using megaphone to communicate over distance
  • A small sports megaphone for cheering at sporting events, next to a 3 in. cigarette lighter for scale
  • A late 19th-century speaking trumpet used by [[firefighter]]s
HANDHELD DEVICE THAT AMPLIFIES THE VOICE OF A SPEAKING PERSON, CAN BE AN ACOUSTIC MEGAPHONE OR ELECTRONIC MEGAPHONE
Bullhorn; Loudhailer; Speaking trumpet; Loud hailer; Bull horn; Loud-hailer; 📣; 🕫; 🕬; Audio hailer; Bull-horn; Mega-phone; Blow-horn
τηλεβόας

Ορισμός

loud
¦ adjective
1. producing or capable of producing much noise.
2. strong in expression: loud protests.
obtrusive; gaudy.
¦ adverb with a great deal of volume.
Phrases
out loud audibly.
Derivatives
louden verb
loudly adverb
loudness noun
Origin
OE hlu?d, of W. Gmc origin; from an Indo-Eur. root meaning 'hear'.

Βικιπαίδεια

Loud

Loud most commonly refers to:

  • Loudness, the subjective quality of sound of great intensity

Loud may also refer to: