ordain$55501$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ordain$55501$ - translation to ελληνικό

RELIGIOUS PROCESS BY WHICH INDIVIDUALS ARE CONSECRATED AS CLERGY
Ordain; Ordained; Ordinations; Ordinand; Ordaination; Ordainment; Ordained ministry; Hierotonia; Buddhist ordination; Sacerdotal ordination; Ordinands; Licence to preach; Ordain, Ordination; Diocesan Director of Ordinands; Diocesan director of ordinands; Director of Ordinands; Director of ordinands; DDO (priest); Ordaining
  • In an outdoor Anglican ordination service, a deacon being ordained to the priesthood prostrates himself before the seated bishop.
  • Ordination by [[laying on of hands]] in a [[Metropolitan Community Church]]
  • Ordination of a Catholic [[deacon]], 1520 AD: the [[bishop]] bestows [[vestments]].
  • A [[Presbyterian]] ordinand making his ordination vows

ordain      
v. προχειρίζω, χειροτονώ, διατάσσω, επιτάσσω, διορίζω

Ορισμός

Ordinand

Βικιπαίδεια

Ordination

Ordination is the process by which individuals are consecrated, that is, set apart and elevated from the laity class to the clergy, who are thus then authorized (usually by the denominational hierarchy composed of other clergy) to perform various religious rites and ceremonies. The process and ceremonies of ordination vary by religion and denomination. One who is in preparation for, or who is undergoing the process of ordination is sometimes called an ordinand. The liturgy used at an ordination is sometimes referred to as an ordination.