outbreak$56103$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

outbreak$56103$ - translation to ελληνικό

SUDDEN INCREASE IN OCCURRENCES OF A DISEASE IN A PARTICULAR TIME AND PLACE
Outbreak Investigation; Outbreaks; Disease outbreaks; Outbreak; Virus outbreak
  • endemic]], [[epidemic]] and [[pandemic]]
  • Epidemic curves

outbreak      
n. έκρηξη, ταραχή

Ορισμός

outbreak
¦ noun a sudden occurrence of war, disease, etc.

Βικιπαίδεια

Disease outbreak

In epidemiology, an outbreak is a sudden increase in occurrences of a disease when cases are in excess of normal expectancy for the location or season. It may affect a small and localized group or impact upon thousands of people across an entire continent. The number of cases varies according to the disease-causing agent, and the size and type of previous and existing exposure to the agent. Outbreaks include many epidemics, which term is normally only for infectious diseases, as well as diseases with an environmental origin, such as a water or foodborne disease. They may affect a region in a country or a group of countries. Pandemics are near-global disease outbreaks when multiple and various countries around the Earth are soon infected.