pantaloon$57567$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

pantaloon$57567$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Pantaloons; Pantaloon (disambiguation)

pantaloon      
n. παλιάτσος

Ορισμός

pantaloon
¦ noun
1. (pantaloons) women's baggy trousers gathered at the ankles.
historical men's close-fitting breeches fastened below the calf or at the foot.
2. (Pantaloon) a character in Italian commedia dell'arte represented as a foolish old man wearing pantaloons.
Origin
C16: from Fr. pantalon, from the Ital. name Pantalone 'Pantaloon'.

Βικιπαίδεια

Pantaloon

Pantaloon (from Italian Pantalone), is a traditional greedy merchant character in 16th-century Italian Commedia dell'arte.

Pantaloon or Pantaloons may also refer to: