pensionary$58921$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

pensionary$58921$ - translation to ελληνικό

POSITION
Raadspensionary; Raadspensionaris; Raadpensionaris; Councilor Pensionary; Grand Pensionary; Grand Pensionary of Holland

pensionary      
adj. δικαιούμενος συντάξεως

Ορισμός

Pensionary
·noun One who receives a pension; a pensioner.
II. Pensionary ·noun One of the chief magistrates of towns in Holland.
III. Pensionary ·adj Maintained by a pension; receiving a pension; as, pensionary spies.
IV. Pensionary ·adj Consisting of a pension; as, a pensionary provision for maintenance.

Βικιπαίδεια

Grand pensionary

The grand pensionary (Dutch: raadpensionaris) was the most important Dutch official during the time of the Dutch Republic. In theory, a grand pensionary was merely a civil servant of the Estates of the dominant province, the County of Holland, among the Seven United Provinces. In practice, the grand pensionary of Holland was the political leader of the entire Dutch Republic when there was no stadtholder at the centre of power.

The position of the grand pensionary is not easily expressed in modern political terms but is sometimes compared to that of a prime minister. Fundamental differences are that a raadpensionaris had no fellow ministers and no head of state above him.