peonage$58970$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

peonage$58970$ - translation to ελληνικό

SOCIAL CATEGORY
Peonage; Peons; Pe0n; Peón; Peonag
  • Cartoon of Indictment of US Planters  and negro peonage
  • Martín León Boneo]],  1901.
  • Punishment of peons employed by American railroad tycoon [[Henry Meiggs]] in Chile or Peru, 1862
  • ''Foreman and country peon'' by [[Prilidiano Pueyrredón]] (1823 - 1870)

peonage      
n. εργασία προς πληρωμήν χρέους

Ορισμός

peon
['pi:?n]
¦ noun
1. also pe?'?n a Spanish-American day labourer or unskilled farm worker.
N. Amer. a person who does menial work.
2. also pju:n (in the Indian subcontinent and SE Asia) someone of low rank.
3. (plural peones pe?'??ne?z) another term for banderillero.
Derivatives
peonage noun
Origin
from Port. peao and Sp. peon, from med. L. pedo, pedon- 'walker, foot soldier'; cf. pawn1.

Βικιπαίδεια

Peon

Peon (English , from the Spanish peón Spanish pronunciation: [peˈon]) usually refers to a person subject to peonage: any form of wage labor, financial exploitation, coercive economic practice, or policy in which the victim or a laborer (peon) has little control over employment or economic conditions. Peon and peonage can refer to both the colonial period and post-colonial period of Latin America, as well as the period after the end of slavery in the United States, when "Black Codes" were passed to retain African-American freedmen as labor through other means.