peruke$59667$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

peruke$59667$ - translation to ελληνικό

HEAD COVERING MIMICKING HAIR
Periwig; Wigs; Peruke; Postiche; Perukes; Wig (hair); Wigmaking; Wigmaker; Powder-wig; Powdered wig; Wigmakers; Dodgy syrup; Full-bottomed wig; Wig-makers; Wig-maker; Fright wig; Wig powder
  • A conventional [[hime cut]] wig
  • Trimmed human hair that is partly bleached.
  • language=en-US}}</ref>
  • [[Historical reenactment]] of wig making in [[Colonial Williamsburg]], [[Virginia]]
  • ''[[Five Orders of Periwigs]]'', 1761

peruke      
n. περούκα, φενάκη

Ορισμός

wig
n.
1) to wear a wig
2) to put on; take off a wig

Βικιπαίδεια

Wig

A wig is a head or hair accessory made from human hair, animal hair, or synthetic fiber. The word wig is short for periwig, which makes its earliest known appearance in the English language in William Shakespeare's The Two Gentlemen of Verona. Some people wear wigs to disguise baldness; a wig may be used as a less intrusive and less expensive alternative to medical therapies for restoring hair or for a religious reason.