phylactery$60581$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

phylactery$60581$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Phylacteries; Phylactory; Phylactery (disambiguation)

phylactery      
n. φυλακτό, φυλακτήριο

Ορισμός

Phylactery
·noun Any charm or amulet worn as a preservative from danger or disease.
II. Phylactery ·noun Among the primitive Christians, a case in which the relics of the dead were inclosed.
III. Phylactery ·noun A small square box, made either of parchment or of black calfskin, containing slips of parchment or vellum on which are written the scriptural passages Exodus xiii. 2-10, and 11-17, Deut. vi. 4-9, 13-22. They are worn by Jews on the head and left arm, on week-day mornings, during the time of prayer.

Βικιπαίδεια

Phylactery

Phylactery (from Ancient Greek φυλακτήριον (phylakterion) 'protectant') originally referred to tefillin, leather boxes containing Torah verses worn by some Jews when praying.

In Mandaeism, some different types of phylacteries are known as zrazta and qmaha, a list of which can be found at list of Mandaean texts.

Phylactery may also refer to: