pigeonhole$60829$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

pigeonhole$60829$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Pigeon hole; PigeonHole; Pigeon Hole; Pigeon-hole; Pigeon-Hole; Pigeonhole (disambiguation)

pigeonhole      
v. θέτω στο ράφι, λησμονώ

Ορισμός

pigeon-hole
also pigeonhole (pigeon-holes, pigeon-holing, pigeon-holed)
1.
A pigeon-hole is one of the sections in a frame on a wall where letters and messages can be left for someone, or one of the sections in a writing desk where you can keep documents.
N-COUNT
2.
To pigeon-hole someone or something means to decide that they belong to a particular class or category, often without considering all their qualities or characteristics.
He felt they had pigeonholed him...
I don't want to be pigeonholed as a kids' presenter.
VERB: V n, be V-ed as n

Βικιπαίδεια

Pigeonhole

Pigeonhole or pigeon hole may refer to:

  • Pigeonholes, nesting spaces in a dovecote
  • Pigeonhole, one of the boxes in a pigeon coop
  • Pigeonholing, classifying things into categories
  • Pigeonhole principle, a mathematical principle
  • Pigeonhole sort, a sorting algorithm
  • Pigeon-hole messagebox, a communication method
  • Pigeonhole (album), by the band New Fast Automatic Daffodils
  • Pigeon Hole (band), a Canadian hip hop duo
  • Pigeon Hole Station, once part of Victoria River Downs Station, Northern Territory, Australia