possession$62624$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

possession$62624$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Possessions; Possesion; Possess; Possession (movie); Possessor; Possession (film); Possession (disambiguation); Possessor (disambiguation); Posession; Possess (disambiguation); Possession (album); Possession (song); Possession (2012 film); Human possession; Supernatural possession

possession      
n. κτήση, κατοχή, αγαθό
landed property         
PROPERTY THAT GENERATES INCOME FOR THE OWNER WITHOUT THE OWNER HAVING TO DO THE ACTUAL WORK OF THE ESTATE
Landed proprietor; Landed citizen; Landed estate; Landed class; Landed possession; Landed noble class; Landed tribe; Landed pesantry; Landed elite; Landed artistocracy; Landed upper class; Landed peasantry; Land estate; Landholding; Landed elites
ακίνητο

Ορισμός

possessor
(possessors)
The possessor of something is the person who has it. (FORMAL)
Ms Nova is the proud possessor of a truly incredible voice.
N-COUNT: usu N of n

Βικιπαίδεια

Possession

Possession may refer to: