practise$515200$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

practise$515200$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Practise; Practice (disambiguation); Practices

practise      
v. ασκούμαι, εφαρμόζω, εξασκώ

Ορισμός

practice
I
n.
habit
1) to make a practice of smt.
2) a common, usual; local; universal practice
3) a practice to + inf. (it was her practice to drink a glass of wine every evening)
exercise
4) to have practice (we have practice today at four o'clock)
5) target practice
6) practice at, in (practice at tying knots)
7) the practice to + inf. (I've had enough practice to pass the test)
professional activity
8) (a) legal; medical; nursing; professional practice
9) (of doctors) a general; group; private practice
10) a lucrative practice
application
11) in; into practice (to put a theory into practice; in theory and in practice)
method of conducting business
12) sharp, unethical, unfair, unscrupulous practices
13) (esp. AE) fair-trade practices USAGE NOTE: In Great Britain, private practice refers to a practice that is not under the National Health Service.
II
v.
1) (D; intr.) to practice on (you can practice mouth-to-mouth resuscitation on me)
2) (G) the boy practiced throwing the lasso

Βικιπαίδεια

Practice

Practice or practise may refer to: