presumption$63733$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

presumption$63733$ - translation to ελληνικό

LEGAL ACCEPTANCE OF A FACT IN THE ABSENCE OF PROOF TO THE CONTRARY
Praesumptio iuris tantum; Rebuttal presumption

presumption      
n. υπόθεση, πιθανότης, πιθανότητα, αλαζονεία, τεκμήριο

Ορισμός

rebuttable presumption
n. since a presumption is an assumption of fact accepted by the court until disproved, all presumptions are rebuttable. Thus rebuttable presumption is a redundancy. See also: presumption

Βικιπαίδεια

Rebuttable presumption

In common law and civil law, a rebuttable presumption (in Latin, praesumptio iuris tantum) is an assumption made by a court that is taken to be true unless someone proves otherwise. For example, a defendant in a criminal case is presumed innocent until proven guilty. It is often associated with prima facie evidence.