priggish$63881$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

priggish$63881$ - translation to ελληνικό

PERSON WHO DEMONSTRATES AN EXAGGERATED CONFORMITY OR PROPRIETY, ESPECIALLY IN AN IRRITATINGLY ARROGANT OR SMUG MANNER
Prigg; Priggish
  •  [[Malvolio]]: "a prig with an instinct for grandeur".

priggish      
adj. σεμνότυφος, φαντασμένος

Ορισμός

priggish
¦ adjective self-righteously moralistic and superior.
Derivatives
priggishly adverb
priggishness noun

Βικιπαίδεια

Prig

A prig () is a person who shows an inordinately zealous approach to matters of form and propriety—especially where the prig has the ability to show superior knowledge to those who do not know the protocol in question. They see little need to consider the feelings or intentions of others, relying instead on established order and rigid rules to resolve all questions.

The prig approaches social interactions with a strong sense of self-righteousness.