primeval$63906$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

primeval$63906$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Primaeval; Primeval.; Primevally; Primevalness; Primeval (disambiguation)

primeval      
adj. πρωτόγονος, γομών, πανάρχαιος, ετοιμάζων

Ορισμός

primeval
Note: in BRIT, also use 'primaeval'
1.
You use primeval to describe things that belong to a very early period in the history of the world. (FORMAL)
...the dense primeval forests that once covered inland Brittany.
= primordial
ADJ: usu ADJ n
2.
You use primeval to describe feelings and emotions that are basic and not the result of thought.
...a primeval urge to hit out at that which causes him pain.
ADJ: usu ADJ n

Βικιπαίδεια

Primeval

Primeval may refer to:

  • Primeval forest, an area of forest that has attained great age
  • Primeval number, a positive integer satisfying certain conditions
  • Primeval history, name given by biblical scholars to the first eleven chapters of the Book of Genesis