principally$63953$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

principally$63953$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Principals; Principal (law); Principal (disambiguation); Principally

principally      
adv. κυρίως, αρχικώς

Ορισμός

principal
¦ adjective
1. first in order of importance; main.
2. denoting an original sum of money invested or lent.
¦ noun
1. the most important or senior person in an organization or group.
the head of a school or college.
(in certain professions) a fully qualified practitioner.
2. a sum of money lent or invested, on which interest is paid.
3. a person for whom another acts as an agent or representative.
Law a person directly responsible for a crime.
4. a main rafter supporting purlins.
5. an organ stop sounding a set of pipes typically an octave above the diapason.
Derivatives
principalship noun
Origin
ME: via OFr. from L. principalis 'first, original', from princeps, princip- 'first, chief'.
Usage
On the confusion of principal and principle, see usage at principle.

Βικιπαίδεια

Principal

Principal may refer to: