prismatic$63978$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

prismatic$63978$ - translation to ελληνικό

EXPLOSIVE-BASED PROPELLANT USED IN LARGE ARTILLERY AND SHIP'S GUNS
Prismatic powder

prismatic      
adj. πρισματικός

Ορισμός

prismatic
[pr?z'mat?k]
¦ adjective
1. relating to or having the form of a prism.
incorporating a prism or prisms.
2. (of colours) formed, separated, or distributed by or as by a prism.
Derivatives
prismatically adverb

Βικιπαίδεια

Brown powder

Brown powder or prismatic powder, sometimes referred as "cocoa powder" due to its color, was a propellant used in large artillery and ship's guns from the 1870s to the 1890s. While similar to black powder, it was chemically formulated and formed hydraulically into a specific grain shape to provide a slower burn rates with neutral or progressive burning, as opposed to the faster and regressive burn typical of randomly shaped grains of black powder produced by crushing and screening powder formed into sheets in a press box, as was typical for cannon powder previously.