profitable$64262$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

profitable$64262$ - translation to ελληνικό


profitable      
adj. αποδοτικός, επικερδής, κερδοφόρος, επωφελής, προσοδοφόρος

Ορισμός

profitable
1.
A profitable organization or practice makes a profit.
Drug manufacturing is the most profitable business in America...
It was profitable for them to produce large amounts of food.
ADJ: oft it v-link ADJ to-inf
profitably
The 28 French stores are trading profitably.
ADV: ADV with v
profitability
Changes were made in operating methods in an effort to increase profitability.
N-UNCOUNT
2.
Something that is profitable results in some benefit for you.
...collaboration which leads to a profitable exchange of personnel and ideas.
ADJ: usu ADJ n
profitably
In fact he could scarcely have spent his time more profitably.
ADV: ADV with v