provincialism$64895$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

provincialism$64895$ - translation to ελληνικό

STATE OF MIND, WHEREBY ONE FOCUSES ON SMALL SECTIONS OF AN ISSUE RATHER THAN CONSIDERING ITS WIDER CONTEXT
Temporal parochialism; Provincialism; Parochialisms; Parish pump politics

provincialism      
n. επαρχιωτισμός

Ορισμός

provincialism
¦ noun
1. the way of life or mode of thought characteristic of the regions outside the capital city of a country, especially when regarded as unsophisticated or narrow-minded.
2. concern for one's own area or region at the expense of national or international unity.
3. a word or phrase peculiar to a local area.
4. the degree to which plant or animal communities are restricted to particular areas.
Derivatives
provincialist noun & adjective

Βικιπαίδεια

Parochialism

Parochialism is the state of mind whereby one focuses on small sections of an issue rather than considering its wider context. More generally, it consists of being narrow in scope. In that respect, it is a synonym of "provincialism". It may, particularly when used pejoratively, be contrasted to cosmopolitanism. The term insularity (related to an island) may be similarly used to connote limited exposure.