ritualist$70849$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ritualist$70849$ - translation to ελληνικό

EMPHASIS ON THE RITUALS AND LITURGICAL CEREMONY OF THE CHURCH
Smells and Bells; Ritualist; Ritualists; Ritualist movement; Anti-ritualism; Anti-ritualist; Ritualism
  • A "fiddleback" chasuble, the use of which by a priest could lead to prosecution
  • Chestnut Hill]], [[Massachusetts]]
  • Traditional [[biretta]]
  • Edward King]], [[Bishop of Lincoln]], by [[Leslie Ward]] 1890 – King was prosecuted for ritualist practices.
  • Carlo Pellegrini]], 1881
  • [[Neo-Gothic]] "solar" [[monstrance]] used for [[Benediction]].

ritualist      
n. τυπολάτρης

Ορισμός

Ritualist
·noun One skilled un, or attached to, a ritual; one who advocates or practices ritualism.

Βικιπαίδεια

Ritualism in the Church of England

Ritualism, in the history of Christianity, refers to an emphasis on the rituals and liturgical ceremonies of the church. Specifically, the Christian practice of Holy Communion.

In the Anglican church in the 19th century, the role of ritual became a contentious matter. The debate over this topic was also associated with struggles between High Church and Low Church movements.