romp$71051$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

romp$71051$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
ROMP (disambiguation); Romp (disambiguation); ROMP; The Romp

romp      
n. αγριοκόριτσο, τρελλό παιγνίδι

Ορισμός

romp
(romps, romping, romped)
1.
Journalists use romp in expressions like romp home, romp in, or romp to victory, to say that a person or horse has won a race or competition very easily.
Mr Foster romped home with 141 votes.
VERB: V adv/prep
2.
When children or animals romp, they play noisily and happily.
Dogs and little children romped happily in the garden.
VERB: V

Βικιπαίδεια

Romp

Romp or ROMP may refer to:

  • IBM ROMP, a microprocessor
  • Ring opening metathesis polymerization, an olefin polymerization method
  • Romps (1885), a series of tales illustrated by Harry Furniss
  • The Romp (play) (1767), a comedic afterpiece play derived from Love in the City by Isaac Bickerstaffe
  • The Romp (website) (also known as Romp.com), a Los Angeles-based entertainment website
  • Bert Romp, an equestrian and Olympic champion from the Netherlands