schismatic$72557$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

schismatic$72557$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Schismatics; Schismatic (disambiguation)

schismatic      
adj. σχισματικός

Ορισμός

schismatic
[s?z'mat?k, sk?z-]
¦ adjective characterized by or favouring schism.
¦ noun chiefly historical (especially in the Christian Church) a person who promotes schism.
Derivatives
schismatically adverb

Βικιπαίδεια

Schismatic

Schismatic may refer to:

  • Schismatic (religion), a member of a religious schism, or, as an adjective, of or pertaining to a schism
  • a term related to the Covenanters, a Scottish Presbyterian movement in the 17th century
  • pertaining to the schisma in music
  • Schismatic temperament