syrupy$81300$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

syrupy$81300$ - translation to ελληνικό

THICK, VISCOUS LIQUID CONSISTING PRIMARILY OF A SOLUTION OF SUGAR IN WATER
Sirup; Syrups; Pharmaceutical syrup; Gomme syrup; Gum Syrup; Syrupy; شراب; Gum syrup; Liquid sugar; Sciroppo; Sciroppi; Demerara syrup; Simple syrups; Vanilla syrup; Spiced simple syrup; Special simple syrup
  • A jug of bottler's flavor for 7-Up. The syrup-like concentrate lacks sugar and is sold to franchisees to refill.
  • Dense [[inverted sugar syrup]] (Trimoline).
  • Bottles of syrup

syrupy      
adj. σοροπιασμένος, σιροποειδής

Ορισμός

syrup
(US also sirup)
¦ noun a thick, sweet liquid made by dissolving sugar in boiling water, used for preserving fruit.
?a thick, sweet liquid containing medicine or used as a drink.
?a thick, sticky liquid obtained from sugar cane as part of the processing of sugar.
Origin
ME: from OFr. sirop or med. L. siropus, from Arab. sarab 'beverage'; cf. sherbet and shrub2.

Βικιπαίδεια

Syrup
In cooking, syrup  (less commonly sirup; from Arabic: شراب; sharāb, beverage, wine and Latin: sirupus) is a condiment that is a thick, viscous liquid consisting primarily of a solution of sugar in water, containing a large amount of dissolved sugars but showing little tendency to deposit crystals. Its consistency is similar to that of molasses. The viscosity arises from the multiple hydrogen bonds between the dissolved sugar, which has many hydroxyl (OH) groups.