taboo$81359$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

taboo$81359$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Taboo (movie); Taboo (film); Taboo (song); Taboo (album); Taboo (TV series)

taboo      
v. απαγορεύω

Ορισμός

taboo
(also tabu)
¦ noun (plural taboos or tabus) a social or religious custom placing prohibition or restriction on a particular thing or person.
¦ adjective prohibited or restricted by social custom.
?designated as sacred and prohibited.
¦ verb (taboos, tabooing, tabooed or tabus, tabuing, tabued) place under a taboo.
Origin
C18: from Tongan tabu 'set apart, forbidden'.

Βικιπαίδεια

Taboo (disambiguation)

A taboo is a social prohibition or ban.

Taboo may also refer to: