take part - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

take part - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Double Take (The Movie); Double-Take; Double-take; Double Take; Double take (disambiguation); Double Take (disambiguation); Double Take (album); Double Take (film); Double Take (TV series)

take part      
μετέχω, συμμετέχω
take off         
v. αναχώρηση, απογείωση
spare part         
  • Art design from recycle spare parts ([[South Africa]]).
  • A spare tire mounted at the rear of a Mitsubishi Type 73 Light Truck as an example of a repairable spare part.
INTERCHANGEABLE PART THAT IS KEPT IN AN INVENTORY AND USED FOR THE REPAIR OR REPLACEMENT OF FAILED UNITS
Car spare part; Replacement part; Rotable pool; Capital spare; Repair cycle; Beyond economic repair
ανταλλακτικό

Ορισμός

take part
join in or be involved in an activity.

Βικιπαίδεια

Double take

Double take may refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για take part
1. "If we don‘t take part [in the election], we don‘t take part in the life of the country," Vladimir said.
2. Other organizations also take part in the Penny Pines program.
3. Shell, in return, may take part of a Gazprom field.
4. International monitors are not being allowed to take part.
5. Officials have said they can take part in future polls.